Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν διάφορα άρθρα που παρουσιάζουν την μη πληρωμή διοδίων ως νόμιμη πράξη και παροτρύνουν τους οδηγούς να περνούν ελεύθερα.
Υποστηρίζεται δε, ότι η με όποιο τρόπο παρεμπόδιση των οδηγών από την ελεύθερη διεύλευση, συνιστά σωρεία ποινικών αδικημάτων για τα οποία μπορούν να μηνυθούν οι υπάλληλοι των διοδίων, όπως παράνομη κατακράτηση, παρακώλυση συγκοινωνίων καθώς και φορολογικών παραβάσεων. Δηλαδή αυτός που επιχειρεί να διέλθει από τους σταθμούς διοδίων χωρίς να πληρώσει μπορεί να μηνύσει και τους υπαλλήλους που προσπαθούν να κάνουν την δουλειά του.
Ακούγεται ότι οι εταιρείες των εθνικών οδών δεν είναι αρμόδιες να διεκδικούν το αντίτιμο των διοδίων και να καταγγέλουν την παράνομη διέλευση χωρίς την καταβολή του. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Συνήθως το Δημόσιο με τις συμβάσεις που υπογράφει με τις ανάδοχες κατασκευαστικές εταιρείες των εθνικών δικτύων, τους εκχωρεί και το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων απο την είσπραξη των διοδίων. Άρα οι εταιρείες ειναι αρμόδιες και νομικά κατοχυρωμένες ως προς την είσπραξη αλλά και την νόμιμη διεκδίκηση του αντίτιμου των διοδίων.
Σε κάποια περίπτωση έγινε έγκληση κατά του επόπτη σταθμού διοδίων για παράνομη απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης και χρήσης της εθνικής οδού από εγκαλούντα-οδηγό και χρήστη της εθνικής οδού, ο οποίος (εγκαλών) αρνήθηκε να πληρώσει το τέλος των διοδίων. Ο Εισαγγελέας όμως διαβάζοντας την εν λόγω έγκληση που έφτασε στα χέρια του έκρινε ότι νομίμως ο εγκαλούμενος επόπτης των διοδίων επιλήφθηκε του περιστατικού, καλώντας τα αρμόδια όργανα και τηρώντας το γράμμα του νόμου. Ο Εισαγγελέας όμως δεν σταμάτησε εκεί. Έκρινε ότι ο εγκαλών, δηλαδή ο οδηγός που πέρασε τα διόδια χωρίς να πληρώσει, διέπραξε εκείνος αδίκημα και συγκεκριμένα το αδίκημα της δόλιας αποδοχής παροχών. Απέρριψε λοιπόν την έγκληση του οδηγου ως αβάσιμη για την παράνομη απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης επί της οδού και άσκησε εναντίον του ποινική διώξη για το αδίκημα της δόλιας αποδοχής παροχών, δηλ. την χρήση της οδού χωρίς να καταβάλει κόμιστρο.
Το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης που διατείνονται ότι διαπράτεται, προϋποθέτει πολύ συγκεριμένα πράγματα για να στοιχειοθετηθεί, όπως την με δόλο κατακράτηση του άλλου χωρίς την θέλησή του ή την με δόλο στέρηση της ελευθερίας κινήσεων του, κάτι πολύ δύσκολο να ευσταθήσει ενώπιον ενός ποινικού δικαστηρίου.
Το άλλο αδίκημα της πρόκλησης για εκτέλεση παράνομης πράξης για το οποίο παροτρύνονται οι οδηγοί να μηνύσουν τους υπάλληλους των διοδίων στοιχειοθετείται ως εξής: 1) Με πρόκληση ή παρότρυνση του υπαλλήλου προς τον οδηγό να διαπράξει ποινικό αδίκημα. Πρόκληση είναι η δημιουργία σε άλλον με άμεση προτροπή της απόφασης να διαπράξει το αδίκημα. Παρότρυνση είναι η απλή προτροπή. Με την πρόκληση νοείται η επίδραση στην ξένη βούληση με την παρότρυνση νοείται η προσπάθεια απλώς επίδρασης. 2) Η πρόκληση και η παρότρυνση να απευθύνονται στον συγκεκριμένο οδηγό και όχι σε αόριστο αριθμό προσώπων. 3) Η πρόκληση ή παρότρυνση να αναφέρονται στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος.
Επίσης απαιτείται δόλος. Η πρόκληση, προσφορά ή αποδοχή που τελούνται ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ ΔΕΝ συνιστούν αξιόποινες πράξεις. Στην πρόκληση και παρότρυνση για την τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη (υπαλλήλου διοδίων) ότι παροτρύνει συγκεκριμένο πρόσωπο να τελέσει πράξη που αποτελεί κακούργημα ή πλημμέλημα και τη θέληση να προκληθεί στον οδηγό η σχετική απόφαση και να τελέσει το πλημμέλημα.
Πολύ δύσκολα επομένως μπορεί να θεωρηθεί ότι ο υπάλληλος στα πλαίσια της εργασίας που του έχει ανατεθεί, δηλαδή την είσπραξη των διοδίων, διαπράτει ένα τέτοιου είδους ποινικό αδίκημα που απαιτεί δόλο για την τέλεση του, δηλαδή γνώση και θέληση ότι παροτρύνει κάποιον προς την τέλεση αδικήματος.
Τα φορολογικά αδικηματα που τυχόν υπάρχουν απαιτούν πολυέξοδη νομική διαδικασία και είναι χρονοβόρα.
Συνεπώς, οι οδηγοί καλούνται να υποβάλουν εγκλήσεις και μηνύσεις οι οποίες για την σωστή άσκησή τους απαιτούνται παράβολα της τάξης των 100-150 ευρώ τουλάχιστον. Επίσης μπαίνουν σε νομικές διαδικασίες κατά τις οποίες κινδυνεύουν απο μηνυτές να γίνουν μηνυόμενοι, δεδομένου ότι μια μήνυση που δεν ευδοκιμεί γεννά το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης απο τον αδίκως μηνυόμενο κ.τ.λ.
Ο καθένας μπορεί να αναλογισθεί ποιο τελικά είναι το συμφέρον του και ποιος είναι ο προσφορότερος τρόπος για να κερδίζει χρόνο και χρήμα που είναι και το τελικώς ζητούμενο.