Μια δημόσια διαθήκη η οποία συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου είναι δύσκολο να ακυρωθεί διότι επέχει μια μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την φύλαξη των τυπικών προϋποθέσεων, της γνησιότητας της κ.τλ.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που ακόμα και αυτές οι δημόσιες διαθήκες που θεωρούνται πιο ασφαλείς και πιο ισχυρές να ακυρώνονται ως προς το περιεχόμενο τους εξαιτίας της ψυχικής κατάστασης του διαθέτη και της ανικανότητάς του να διακρίνει την σημασία του περιεχόμενου της διαθήκης, της βούλησής του, των συνεπειών των πραξεών του κ.τ.λ
Η ανικανότητα ως προς την σύνταξη της διαθήκης μπορεί να αποδειχθεί για κάποιον που είναι μακροχρόνια άρρωστος και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ισχυρή που περιορίζει και επηρεάζει σημαντικά την αντίληψή του. Δεν είναι υποχρεωτικό δηλαδή, να υπάρχει ψυχιατρική πάθηση αλλά και σωματική που λόγω της φαρμακευτικής αγωγής επηρεάζει την πνευματική ικανότητα και αντίληψη.
Επίσης σημαντικό στοιχείο στην συγκεκριμένη απόφαση είναι η απαλλαγή της συμβολαιογράφου από κάθε ευθύνη ως προς την αντίληψη της έλλειψης ικανότητας του διαθέτη, η οποία ήταν εμφανής αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι ο συμβολαιογράφος δεν διαπιστώνει, ούτε κρίνει αν κάποιος είναι ή όχι ψυχικά και πνευματικά ικανός για δικαιοπραξία.
Μια τέτοια περίπτωση θα εξετάσουμε κατωτέρω και θα δούμε αναλυτικά τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν το δικαστήριο στην κρίση του για ανικάνοτητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη λόγω διανοητική και ψυχικής διαταραχής και έλλειψης βούλησης.
Ολική ακυρότητα μιας διαθήκης επιφέρει, μεταξύ άλλων, η έλλειψη ικανότητας του διαθέτη για σύνταξη διαθήκης λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Στην περίπτωση αυτή η διαθήκη είναι άκυρη όταν :
1) ο διαθέτης έχει περιέλθει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης σε διανοητική ή ψυχική διαταραχή,
2) η διαταραχή αυτή έχει προκαλέσει παρεμπόδιση του ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του,
3) έχει επέλθει αποφασιστική επιρροή της βούλησης του, ήτοι σημαντική μείωση της ικανότητας περί αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας από τον διαθέτη και
4) η ανικανότητα αυτή υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνταξης της διαθήκης, που στην περίπτωση της δημόσιας διαθήκης αρχίζει από την προφορική δήλωση του διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου και των παριστάμενων μαρτύρων της τελευταίας του βούλησης μέχρι και την υπογραφή της συνταχθείσας πράξης.
Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων.
Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές και πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση.
Έτσι έχει κριθεί ότι μία γενικευμένη καρκινωμάτωση με πολλαπλές μεταστάσεις σε άλλα ζωτικά όργανα του σώματος συνοδεύεται από ψυχολογικές και παθολογικές διαταραχές του ασθενούς, οι οποίες σε συνδυασμό με τη ληφθείσα φαρμακευτική αγωγή δύνανται να επιφέρουν διαταραχές στο επίπεδο της συνείδησης, να δημιουργήσουν κατάσταση νοητικής σύγχυσης, μειωμένη ικανότητα εστίασης και διατήρησης της προσοχής, διαταραχές του χωροχρονικού προσανατολισμού και έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών με κυμαινόμενη πορεία και εναλλαγές σε διέγερση και καταστολή. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής δεν συνεργάζεται και χορηγούνται συνήθως σε αυτόν ψυχοτρόπα φάρμακα ως συνέπεια της σωρευτικής δυσμενούς επίδρασης της νόσου σε αυτόν. Η κακή πνευματική και ψυχική κατάσταση του ως άνω ασθενούς αποτυπώνεται και στη χάραξη της γραφής και υπογραφής του στη διαθήκη του, όταν αυτή συντάσσεται υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες της υγείας του, αφού αυτές εκφέρονται συνήθως με κοπιώδη και παθολογική χάραξη λόγω της ως άνω δυσμενούς κλινικής του εικόνας και της μη επαρκούς ικανότητας του να συγκρατήσει τη γραφίδα.
Εξάλλου, πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε περίπτωση αν και σε ποιο βαθμό οι συνεχείς νοσηλείες του διαθέτη και η εκτεταμένη λήψη συγκεκριμένης φαρμακευτικής αγωγής από αυτόν αλλοιώνει και αποδιοργανώνει την προσωπικότητα του, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς, ενώ σημαντικό στοιχείο αποτελεί σε προσβαλλόμενο από καρκίνο ασθενή αν αυτός έχει συντάξει τη διαθήκη του σε χρόνο που είχε διακόψει την έως τότε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία στην οποία υποβαλλόταν και αν τότε εμφάνιζε η υγεία του επιδείνωση.
Κατά το νόμο απαιτείται απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη και όχι ύπαρξη συγκεκριμένης πνευματικής ή ψυχικής ασθένειας ή νόσου, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικά όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή, όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Συνεπώς, η διαταραχή αυτή δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε συγκεκριμένη μόνο πάθηση του διαθέτη, αλλά αρκεί να διαγιγνώσκεται εκ της συνολικής ψυχικής και πνευματικής κατάστασης αυτού. Επίσης, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, αλλά αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσής του. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο στάδιο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Συμβολαιογράφων ο συμβολαιογράφος οφείλει:
α) να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη και
β) να ασκεί τα καθήκοντα του ευσυνείδητα και αμερόληπτα, εξηγώντας στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών.
Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει αφενός ότι στα περιγραφόμενα καθήκοντα του συμβολαιογράφου δεν περιλαμβάνεται η διαπίστωση της νοητικής ή ψυχολογικής κατάστασης αυτών που προβαίνουν ενώπιόν του σε δήλωση βούλησης, αφετέρου ότι στα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης του δικαιοπρακτούντος, ήτοι ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση δικαιοπρακτικής ανικανότητας. Συνεπώς, ο συμβολαιογράφος που συντάσσει δημόσια διαθήκη δεν είναι αρμόδιος να βεβαιώσει αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης είχε (ή δεν είχε) συνείδηση των πράξεών του ή αν βρισκόταν (ή δεν βρισκόταν) σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε ή δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Αν, ωστόσο, βεβαιώσει τα ανωτέρω, η βεβαίωση αυτή συνιστά υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού, η οποία δεν εμποδίζει την απόδειξη της ανικανότητας του διαθέτη, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί η διαθήκη για πλαστότητα.
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις το δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: Ο διαθέτης και εν συνεχεία αποβιώσας, πατέρας των εναγόντων, απεβίωσε συνεπεία μεταστάσεων στον πνεύμονα από καρκίνο του παχέος εντέρου και καρδιοπνευμονική ανακοπή. Κατά το χρόνο του θανάτου του πλησιέστεροι συγγενείς αυτού ήταν οι ενάγοντες, μοναδικά τέκνα αυτού, ενώ η σύζυγος του είχε προαποβιώσει.
Το 2016 η Συμβολαιογράφος προσήλθε στην οικία του κληρονομουμένου και εκεί φέρεται ότι ο κληρονομούμενος δήλωσε προφορικά ενώπιον αυτής και τριών μαρτύρων την τελευταία του βούληση, με συνέπεια να συνταχθεί από την ανωτέρω συμβολαιογράφο δημόσια διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: «Επιθυμώ όταν φύγω να αφήσω στην Ν., κόρη της συντρόφου μου για 23 χρόνια, που την θεωρώ κόρη μου, το σπίτι στη Λούτσα με το χώρο που το περιβάλλει, καθώς πιστεύω ότι πρέπει να το πάρει εκείνη, αφού η μητέρα της με φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια και με βοήθησε και οικονομικά στο χτίσιμο του σπιτιού. Στην κόρη μου Μ. και στον γιό μου Β. που μιλήσαμε μετά από πολλά χρόνια, αφήνω το μερίδιο μου στην Ραφήνα και το κομμάτι του οικοπέδου μου στην Λούτσα από κοινού, καθώς θεωρώ ότι τους έχω εξασφαλίσει οικονομικά τα πρώτα χρόνια των γάμων τους. Τέλος θέλω να δώσω στην αδελφή μου Β. το κομμάτι του οικοπέδου στην Λούτσα επειδή με φροντίζει τους τελευταίους μήνες και θέλω να την ευχαριστήσω για αυτό. Εύχομαι τα παιδιά μου να σεβαστούν τις επιθυμίες μου».
Με τον ανωτέρω τρόπο φέρεται ότι ο κληρονομούμενος εγκατέστησε τις εναγόμενες μοναδικές κληρονόμους της ακίνητης περιουσίας που είχε στην Αρτέμιδα. Μετά το θάνατο του διαθέτη η ως άνω συμβολαιογράφος εμφάνισε την ανωτέρω διαθήκη προς δημοσίευση, με αποτέλεσμα αυτή να δημοσιευθεί και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ως άνω δικαστηρίου.
Η πρώτη εναγόμενη, ωστόσο, είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της διαθήκης αυτής πριν τη δημοσίευση της, καθώς με την εξώδικη πρόσκλησή της, την οποία κοινοποίησε στα τέκνα του αποβιώσαντος διαθέτη, τους καλούσε να της παραδώσουν τα κλειδιά της οικίας που περιγράφεται στην ανωτέρω διαθήκη, διότι αυτή ήταν, κατά τους ισχυρισμούς της, κληρονόμος της ιδιοκτησίας αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος υπεβλήθη τον Οκτώβριο του έτους 2014 σε εγκαρσιεκτομή και μετεστασεκτομή στο ήπαρ λόγω εξ αρχής μεταστατικού Ca παχέος εντέρου. Για το λόγο αυτό νοσηλεύτηκε στο Γενικό Αντικαρκινικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», έκτοτε δε η κατάσταση της υγείας του έβαινε σταδιακά επιδεινούμενη, προς τούτο δε συνέβαλαν τόσο η υποβολή του στις απαραίτητες προς αντιμετώπιση της ως άνω νόσου χημειοθεραπείες, όσο και η λήψη εκτεταμένης φαρμακευτικής αγωγής. Συγκεκριμένα, ο κληρονομούμενος έλαβε αρχικώς από τους θεράποντες ιατρούς του ως άνω νοσοκομείου έξι (6) κύκλους Χelox και στη συνέχεια, λόγω της επιδείνωσης της προαναφερόμενης νόσου, του χορηγήθηκε συνδυασμός φαρμακευτικών σκευασμάτων. Εν συνεχεία, η θεραπεία του τροποποιήθηκε, καθ’ υπόδειξη των ιατρών του, με τη χορήγηση του συνδυασμού άλλων φαρμάκων, όμως διακόπηκε, λόγω αντίδρασης του οργανισμού του κληρονομουμένου στην οξαλιπλατίνα, αλλά και εμφάνισης λευκοεγκεφαλοπάθειας, σχετιζόμενη πιθανότατα με ένα φαρμακευτικό σκεύασμα. Ακολούθως, η θεραπεία συνεχίστηκε κανονικά μεν, πλην όμως με την εμφάνιση και πάλι σειράς επιπλοκών, όπως αναφέρεται σε ιατρικό πιστοποιητικό του Ά Παθολογικού – Ογκολογικού Τμήματος του ως άνω νοσοκομείου. Η συστηματική χημειοθεραπεία του κληρονομουμένου ξεκίνησε στο ανωτέρω νοσοκομείο το 2015 με τη λήψη φαρμάκων. Κατά την έξοδο του κληρονομουμένου από το ως άνω νοσοκομείο στις συνεστήθη σε αυτόν η λήψη διαφόρων φαρμάκων. Ακολούθως, ο κληρονομούμενος νοσηλεύθηκε στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ως άνω νόσου στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο αρκετές φορές.
Η κλινική κατάσταση της υγείας του κληρονομουμένου ήταν στάσιμη, και σταθερή με τη σύσταση να λαμβάνει ενισχυμένη φαρμακευτική αγωγή μετά την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο, ανάλογα με τα αποτελέσματα της γενικής εξέτασης αίματος. Η ενισχυμένη αυτή φαρμακευτική αγωγή παρέμεινε ίδια έως το 2016, οπότε και εισήχθη εκ νέου στο προαναφερόμενο νοσοκομείο και ενισχύθηκε περαιτέρω, δεδομένου ότι διαγνώσθηκαν διαταραχές στο επίπεδο της επικοινωνίας του και στην νευρολογική του εικόνα. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2016 η κατάσταση της υγείας του κληρονομουμένου άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία, η δε συνεχόμενη και αυξανόμενη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε είχε άμεση επίδραση στην ψυχική και διανοητική του κατάσταση και στην εν γένει κλινική του εικόνα. Η ως άνω ραγδαία επιδείνωση της υγείας του κληρονομουμένου ήταν εμφανής κατά τη μετέπειτα νοσηλεία του στη «ΣΩΤΗΡΙΑ». Αναλυτικότερα, ο κληρονομούμενος εισήλθε στο ανωτέρω νοσοκομείο εμπύρετος (έως 37,7℃) με διαταραχή στο επίπεδο της συνείδησης και της επικοινωνίας από 24ώρου, έχοντας λάβει προ δέκα (10) ημερών την τελευταία χημειοθεραπεία. Στο ενημερωτικό σημείωμα εξόδου των ιατρών του ως άνω νοσοκομείου, αναφέρεται χαρακτηριστικά, κατά την εξέταση του νευρικού συστήματος του κληρονομουμένου όταν αυτός εισήλθε στο ως άνω νοσοκομείο, ότι επρόκειτο για ασθενή συγχυτικό, μη προσανατολισμένο σε χώρο/χρόνο, στο δε ατομικό αναμνηστικό ιατρικό του ιστορικό δεν αναφέρεται μόνο η ως άνω πάθηση του (κακοήθεια παχέος εντέρου από έτους 2004), αλλά και η αγχώδης διαταραχή. Ο κληρονομούμενος μέχρι την εισαγωγή του στο ανωτέρω νοσοκομείο «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» λάμβανε κατ’ οίκον, πέραν των προαναφερομένων φαρμακευτικών σκευασμάτων που του είχαν συσταθεί να λαμβάνει και άλλα σκευάσματα.
Ο κληρονομούμενος εξήλθε του ανωτέρω νοσοκομείου χωρίς να έχει αποκατασταθεί πλήρως το επίπεδο της επικοινωνίας του και η νευρολογική του εικόνα. Εν συνεχεία εισήχθη προς νοσηλεία εκ νέου στον « ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ», όπου διαπιστώθηκε κατόπιν απεικονιστικού ελέγχου των διενεργηθέντων ιατρικών εξετάσεων επιδείνωση στους πνεύμονες, στο ήπαρ και στις περιτοναϊκές εμφυσήσεις, ενώ όπως αναγράφεται στο ιατρικό σημείωμα εξόδου του ως άνω νοσοκομείου, ο κληρονομούμενος είχε νευρολογικό ιστορικό και δεν συνεργαζόταν, με συνέπεια να αποφασιστεί η διακοπή των χημειοθεραπειών του και η λήψη από αυτόν υποστηρικτικής αγωγής. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η νευρολογική εικόνα του κληρονομουμένου κατά την προαναφερθείσα έξοδο του από το νοσοκομείο Αθηνών «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» όχι μόνο δεν είχε αποκατασταθεί πλήρως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο διορισθείς τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων αλλά αντιθέτως δεν είχε παρουσιάσει καμία ουσιαστική βελτίωση. Μάλιστα, στην ήδη έως τότε ενισχυμένη φαρμακευτική αγωγή του κληρονομουμένου προστέθηκε και άλλη θεραπεία και ειδικότερα ή λήψη αντιψυχωσικού φαρμάκου που περιέχει τη δραστική ουσία αλοπεριδόλη και ανήκει στην κατηγορία των ισχυρών νευροληπτικών φαρμάκων και ειδικότερα στην ομάδα των βουτυροφαινονών με μεγάλο φάσμα δράσης, ενδείκνυται δε, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις ψυχωσικών καταστάσεων, ψυχοκινητικής διέγερσης, διαταραγμένης (βίαιης ή επιθετικής) συμπεριφοράς και επί επίμονου λόξυγκα. Το Νozinan είναι νευροληπτικό φάρμακο, περιέχον τη δραστική ουσία λεβομεπρομαζίνη, παράγωγο της φαινοθειαζίνης με αντίψυχωσικές ηρεμιστικές και αναλγηπκές ιδιότητες, ανήκει στα ψυχοτρόπα και αντιψυχωσικά φάρμακα και λαμβάνεται προς αντιμετώπιση ψυχωσικών καταστάσεων και νευρώσεων και για τον έλεγχο της ψυχοκινητικής διέγερσης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο κληρονομούμενος συνέχισε να λαμβάνει έως και τον θάνατο αυτού, μεταξύ άλλων, και τα προαναφερόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα Seropram και Neurotin, εκ των οποίων το μεν πρώτο ανήκει στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, το δε δεύτερο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της επιληψίας και του περιφερειακού νευροπαθητικού πόνου, δηλαδή πόνου μακράς διαρκείας που οφείλεται σε βλάβη των νεύρων. Ειδικότερα, το σκεύασμα Seropram χορηγήθηκε στον κληρονομούμενο τόσο προς αντιμετώπιση της κατάθλιψης, όσο και για την πρόληψη της εμφάνισης νέων καταθλιπτικών επεισοδίων, δεδομένου ότι η δραστική ουσία σιταλοπράμη που χορηγείται μέσω του ανωτέρω φαρμάκου στον ασθενή βοηθά στη διόρθωση χημικών διαταραχών στον εγκέφαλο αυτού που εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης. Με βάση την ανωτέρω εξέλιξη της υγείας του ασθενούς, η συνέχιση της λήψης των φαρμάκων Seropram και Neurotin μετά την 8-1-2016 από τον κληρονομούμενο κατόπιν σύστασης των ιατρών του Γ.Ν. «Ή ΣΩΤΗΡΙΑ», σε συνδυασμό με το σύνολο της προαναφερόμενης φαρμακευτικής αγωγής που συνέχισε να λαμβάνει αυτός μετά την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο, καταδεικνύει ότι δεν είχε βελτιωθεί ουσιωδώς η νευρολογική του εικόνα, πολύ δε μάλλον δεν είχε αποκατασταθεί η ψυχική του υγεία, καθόσον στην περίπτωση αυτή οι θεράποντες ιατροί θα είχαν μετά βεβαιότητας είτε μειώσει τη δοσολογία των ανωτέρω σκευασμάτων, είτε θα είχαν αντικαταστήσει αυτά με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα μειωμένης επίδρασης στην ψυχική υγεία του κληρονομουμένου, είτε θα είχαν διακόψει τη χορήγηση αυτών. Αντιθέτως, η ψυχική και διανοητική υγεία του κληρονομουμένου ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε λίγες ημέρες μετά, κατά τα προαναφερόμενα, να προστεθείς στη φαρμακευτική αγωγή του κληρονομουμένου, μεταξύ άλλων, το ψυχοτρόπο και αντιψυχωσικό σκεύασμα Nozinan, το οποίο δεν θα είχε χορηγηθεί στον κληρονομούμενο αν πράγματι αυτός δεν εμφάνιζε σημαντική ψυχική διαταραχή. Επίσης, ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο στην υπό κρίση περίπτωση είναι το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος εξήλθε στις 29-2-2016 του νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» :
α) με οριστική διακοπή της χημειοθεραπείας που λάμβανε και
β) με οδηγίες για λήψη της ως άνω φαρμακευτικής αγωγής, η οποία, όπως χαρακτηρίζεται στο προαναφερόμενο από 30-5-2016 ιατρικό πιστοποιητικό είχε το χαρακτήρα υποστηρικτικής – ανακουφιστικής αγωγής, δηλαδή αγωγής που δεν είχε στόχο να βελτιώσει τη ψυχική και κλινική εικόνα του κληρονομούμενου, καθώς αυτή ήταν μη αναστρέψιμη, αλλά να βελτιώσει τις συνθήκες του εναπομείναντος βίου του, δεδομένου ότι αυτός διένυε το τελευταίο στάδιο της πάθησης του, η δε γενική του κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχικής και διανοητικής του κατάστασης, ήταν επιβαρυμένη.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης νευρολόγου – ψυχιάτρου κατά το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 μέχρι και τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης δημόσιας διαθήκης, η σωματική κατάσταση του κληρονομουμένου – εμφάνιζε διαρκή επιδείνωση, ενώ η κατάσταση της ψυχικής του υγείας εμφάνιζε επιβάρυνση, ιδιαίτερα η καταθλιπτική συνδρομή, από την οποία έπασχε, καθώς και η νοητική του λειτουργία. Η φαρμακευτική αγωγή για την καρκινική νόσο είχε διακοπεί, ενώ ο κληρονομούμενος λάμβανε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα μόνο φάρμακα για τις νευροψυχιατρικές διαταραχές από τις οποίες έπασχε. Κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του Φεβρουαρίου του έτους 2016 έως και 7-3-2016 ο κληρονομούμενος αδυνατούσε να αναγνωρίσει τους ενάγοντες – τέκνα αυτού, εκδήλωνε άρνηση σίτισης και είχε πλήρη αδυναμία να γράψει ή να υπογράψει έγγραφα. Συγκεκριμένα, ο ίδιος επικοινωνούσε με τους οικείους του κυρίως μέσω απλών μονολεκτικών καταφατικών ή αρνητικών απαντήσεων, έχοντας περιορισμένη ικανότητα λεκτικής απόδοσης νοημάτων και χωρίς να έχει την ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και επιμέλειας, των προσωπικών του υποθέσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι λίγο πριν την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο στις 26-2-2016 ο κληρονομούμενος, έχοντας παραισθήσεις, απευθύνθηκε προς τον γαμπρό του και του είπε.: «φέρε την σκάλα να την πάμε στην ταράτσα». Παράλληλα, ο κληρονομούμενος δεν ήταν σε θέση στις 15-3-2016 να υπογράψει ούτε μία απλή υπεύθυνη δήλωση. Ο κληρονομούμενος, στις αρχές του Μαρτίου του 2016, εμφάνιζε πλέον σύγχυση, παραισθήσεις, απώλεια μνήμης και ικανότητας συγκέντρωσης, αλλά και αδυναμία σχηματισμού συγκεκριμένης κρίσης και αντίληψης. Ειδικότερα, όταν η ανωτέρω συμβολαιογράφος προσήλθε στις 7-3-2016 στην οικεία του προκειμένου να συνταχθεί ενώπιον της η ανωτέρω προσβαλλόμενη διαθήκη, απευθύνθηκε στον κληρονομούμενο πριν τη σύνταξη της διαθήκης, για να της δηλώσει τα προσωπικά του στοιχεία, μεταξύ των οποίων τη διεύθυνση της κατοικίας του και τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, ο τελευταίος της απάντησε ότι κατοικεί σε άλλη όδο από αυτήν που πράγματι κατοικούσε, καθώς και ότι ήταν κάτοχος άλλου ΔΑΤ. Περαιτέρω, ενώ ο κληρονομούμενος ήταν κατάκοιτος κατά τον ανωτέρω χρόνο και η κατάσταση της υγείας του ήταν κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερα επιβαρυμένη, φέρεται, κατά την προσβαλλόμενη διαθήκη, ότι έκανε χρήση τοπογραφικού διαγράμματος προκειμένου να προσδιορίσει τις ιδιοκτησίες του στην Αρτέμιδα Αττικής. Τα όρια των ανωτέρω ιδιοκτησιών φέρονται ότι υπεδείχθησαν τον Δεκέμβριο του έτους 2015 από τον κληρονομούμενο, ενώ πάνω στο τοπογραφικό διάγραμμα υφίσταται ενυπόγραφη βεβαίωση της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου ότι το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα προσαρτήθηκε σε συμβόλαιό της, χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύεται ποιο ήταν το αντικείμενο του συμβολαίου αυτού. Εντούτοις, η ψυχική και διανοητική ως άνω κατάσταση του κληρονομουμένου δεν ήταν τέτοια, ώστε να δύναται να κάνει χρήση ο ίδιος του ανωτέρω τοπογραφικού διαγράμματος, πολύ δε περισσότερο να αντιληφθεί και να διακρίνει σε αυτό τις ως άνω ιδιοκτησίες του. Επίσης, επισημαίνεται ότι η τεθείσα υπογραφή στην ως άνω δημόσια διαθήκη εκ μέρους του κληρονομούμενου δεν ομοιάζει καθόλου με τη συνήθη και με συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά στοιχεία περίτεχνη υπογραφή του, που συνήθιζε να θέτει ο ίδιος, η οποία είναι ευδιάκριτη στο τοπογραφικό διάγραμμα. Οι υπογραφές που έθεσε ο κληρονομούμενος στην προσβαλλόμενη διαθήκη, στην δεύτερη και τέταρτη σελίδα αυτής, είναι τρομώδεις, ακανόνιστου σχήματος και πορείας χάραξης και υποδηλώνουν σημαντική έκπτωση των ανώτερων γνωστικών λειτουργιών του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ακόμα και οι ανωτέρω δύο τεθείσες υπογραφές δεν ομοιάζουν μεταξύ τους, καταδεικνύει την ανικανότητα του διαθέτη να υπογράψει, αφού είναι φανερή η καταβολή ιδιαίτερης μεγάλης προσπάθειας να κατευθύνει το στυλογράφο επί του χαρτιού. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν ότι ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν είχε την ικανότητα να εκφράσει προφορικά διάταξη τελευταίας βούλησης και δη με το ανωτέρω συγκεκριμένο περιεχόμενο, με λόγο δομημένο και άρτιο, προβαίνοντας μάλιστα σε χρήση και τοπογραφικού διαγράμματος, καθώς δεν είχε την απαιτούμενη προς τούτο γλωσσική και εκφραστική ικανότητα, κρίση και αντίληψη, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή τέτοια, που δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας του, ούτε τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας. Εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδεικνύεται ότι το επίπεδο της νοητικής λειτουργίας του κληρονομουμένου στις 7-3-2016 ήταν σημαντικά μειωμένο όσον αφορά στο χωροχρονικό προσανατολισμό, στην προσοχή, στην αναγνώριση οικείων προσώπων, στην μνημονική ικανότητα και στη λειτουργία της κρίσης του. Η κατάσταση αυτή της ψυχοδιανοητικής λειτουργίας του συνιστά ψυχική και διανοητική διαταραχή πού τον καθιστούσε, ανίκανο για την ακριβή επίγνωση του περιεχομένου και της ουσίας της ως άνω διαθήκης, διότι περιόριζε σε αποφασιστικό βαθμό τη λειτουργία της βούλησης του.