Από τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ συνάγεται ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί.
Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και η υιοθεσία τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος, αφού μεταξύ του τελευταίου και του τέκνου της συζύγου του υπάρχει συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Επιπροσθέτως απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου:
α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ),
β) ο θετός γονέας να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ),
γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ).
Ειδικότερα, στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ειδικότερη διάταξη για την υιοθεσία ενηλίκου. Αναλογικά δε, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκου σε αυτή του ενηλίκου, στο μέτρο και στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της τελευταίας, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης του υιοθετούντος για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του, καθόσον υπάρχει ήδη μια οικογένεια.
Συγκεκριμένα, η υιοθεσία ενηλίκου διαφοροποιείται από αυτή του ανηλίκου, ως προς το ότι ο υιοθετούμενος είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ως προς το ότι η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου και, τέλος, ως προς τα αποτελέσματά της, αφού, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας.
Ενόψει όλων αυτών, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου.
Για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν εφαρμόζεται η διάταξη που θέτει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία ανηλίκου τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής (διακρατικές υιοθεσίες), ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή ορίζεται η επιμεριστική εφαρμογή της lex patriae κάθε μέρους. Με βάση τα παραπάνω για να είναι έγκυρη η υιοθεσία θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να υιοθετηθεί ο υιοθετούμενος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ενώ για τον υιοθετούντα η δυνατότητα υιοθεσίας θα κριθεί από το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας. Εάν υφίσταται κώλυμα για το ένα μέρος, κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, να συνάψει υιοθεσία, καθίσταται αδρανής η ευχέρεια την οποία έχει το άλλο μέρος από το δίκαιο της ιθαγένειάς του να συνάψει τη σχέση υιοθεσίας.
Εξάλλου, διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, εάν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου αποκλείεται όταν αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εναρμονίζεται προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που επικρατούν κατά το χρονικό σημείο εφαρμογής της στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής. Αυτές αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές.
Εφόσον διαπιστωθεί, ότι η εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης προσκρούει in concreto στην ελληνική δημόσια τάξη, η αλλοδαπή διάταξη δεν εφαρμόζεται. Σε αυτήν την περίπτωση η συγκεκριμένη βιοτική σχέση ή θα μείνει αρρύθμιστη (αλλά θα πρέπει τούτο να είναι ανεκτό από την ημεδαπή δημόσια τάξη) ή εάν δεν δύναται να μείνει αρρύθμιστη θα ρυθμιστεί κατ’ εφαρμογήν έτερης διάταξης του αυτού εφαρμοστέου δικαίου. Εφόσον, δε, το τελευταίο δεν είναι δυνατό, η ρύθμιση της σχέσης θα επιτευχθεί κατ’ εφαρμογήν του ημεδαπού δικαίου (lex fori).
Σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, εάν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι.
Σε περίπτωση υιοθεσίας αλλοδαπού ενηλικού το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τι ισχύει στο δίκαιο της ιθαγένειας. Έτσι μπορεί να διαπιστώσει π.χ. ότι α) η υιοθεσία τελείται δυνάμει δικαστικής απόφασης, κατόπιν αίτησης του υιοθετούντος,
β) Η υιοθεσία πρέπει να εξυπηρετεί το συμφέρον του τέκνου και να του εξασφαλίζει ένα σταθερό και αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον και γ) ότι είναι καταρχήν επιτρεπτή η υιοθεσία ανηλίκου, δηλαδή προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του και ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσία ενηλίκου, ο οποίος στερείται μητέρας ή πατέρα ή επιτρόπου.
Το δικαστήριο εξετάζοντας μια τέτοια περίπτωση οφείλει να λάβει υπ’ όψη του συνδυαστικά τις προϋποθέσεις που ισχύουν στο ελληνικό δίκαιο σχετικά με τον υιοθετούντα όπως την οικογενειακή κατάστασή του και κυρίως την έλλειψη βιολογικών τέκνων, καθώς και άλλες περιστάσεις βαρύνουσας σημασίας όπως η υγεία, η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση τις συνθήκες διαβίωσης του και αφετέρου τη σχέση του με το τέκνο και τις πιθανότητες διασφάλισης μίας ομαλής και αρμονικής συμβίωσής τους. Μεταξύ υιοθετούντος και ενηλίκου υιοθετουμένου πρέπει να υπάρχει διαφορά ηλικίας τουλάχιστον δέκα οκτώ ετών και από την μεριά του υιοθετούμενου να συντρέχουν οι προϋποθέσεις υιοθεσίας του αλλοδαπού δικαίου, δηλαδή η υιοθεσία να γίνει με δικαστική απόφαση, ο υιοθετούμενος να μην έχει φυσικούς γονείς κ.τ.λ.
Σημειώνεται δε ότι ανωτέρω προϋποθέσεις του αλλοδαπού δικαίου είναι ενδεικτικές, καθώς κάθε αλλοδαπό δίκαιο έχει τις δικές του ιδιαίτερες προϋποθέσεις για την διαδικασία της υιοθεσίας, οι οποίες μπορεί να είναι ελαστικότερες ή αυστηρότερες από αυτές που αναφέρονται εδώ.