Υπάρχους δύο τρόποι να εγκατασταθεί κάποιος κληρονόμος. Με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη, (εξ αδιαθέτου κληρονόμος). Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το ομώνυμο πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών.
Αν ο αποβιώσας είχε σύζυγο και 2 τέκνα τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: Κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα. Στην περίπτωση δε που είναι δύο όπως στο παράδειγμα μας κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος.
Αν ένα τέκνο είχε προαποβιώσει του θανόντος τότε στην μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα (εγγόνια). Αν είναι ένα κληρονομεί τα 3/8 αν είναι δύο τα 3/16 το καθένα κ.τ.λ. Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα τότε κληρονομείται από την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου.
Ο/Η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς ονομάζονται «αναγκαίοι κληρονόμοι» και έχουν δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία ακόμα κι αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Αυτοί θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας, που ονομάζεται «νόμιμη μοίρα» και προβλέπεται από τις διατάξεις της «αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής» του κληρονομικού δικαίου. Οι διατάξεις αυτές ενεργοποιούνται μόνο στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε με διαθήκη την περιουσία του αποκλείοντας με αυτήν κάποιους από τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντας τους ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι μικρότερη και από αυτήν της νόμιμης μοίρας.
Από τους ανωτέρω συγγενείς αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν μόνο οι κατιόντες και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος άφησε κατιόντες, και οι γονείς και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες αλλά μόνο γονείς. Γίνεται λοιπόν ήδη φανερό ότι ο/η σύζυγος του κληρονομούμενου γίνεται αναγκαία κληρονόμος σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, οι δε γονείς γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι μόνο εάν ο κληρονομούμενος δεν κατέλειπε τέκνα ή εγγόνια.
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή η νόμιμη μοίρα είναι το μισό του υποθετικού ποσοστού, το οποίo θα ελάμβανε ο αναγκαίος κληρονόμος, αν ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και κληρονομούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Για να βρούμε επομένως ποιο ποσοστό θα λάβει ο κάθε κληρονόμος πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι το ποσοστό το οποίο θα ελάμβανε ως κανονικός κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
Ο/Η σύζυγος περιορίζεται στο 1/8 της κληρονομίας ήτοι το μισό του 1/4 που δικαιούται με την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον υπάρχουν τέκνα ή εγγόνια, σε κάθε άλλη περίπτωση στο 1/4 εξ αδιαιρέτου.
Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.
Για τον υπολογισμό της αξίας της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα κηδείας και τα υπόλοιπα χρέη [πραγματική κληρονομιά] β) προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, (δωρεές, γονικές παροχές), [πλασματική κληρονομιά], γ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου και δ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρανομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του.
Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να προστεθεί για την εξεύρεση της αυξημένης κληρονομικής ομάδας στην πραγματική κληρονομική ομάδα, η αξία κατά τον χρόνο που έγιναν όλων των δωρεών ή γονικών παροχών, που έκανε εν ζωή ο διαθέτης προς τους άλλους μεριδούχους.
Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [πραγματική κληρονομιά] δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.
Όταν η πραγματική κληρονομική ομάδα δεν επαρκεί για να καλύψει την νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου, οι παροχές εκ μέρους του διαθέτη τυγχάνουν ακυρωτέες ως άστοργες, αφού μ` αυτές προσβάλλεται το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή αυτή ονομάζεται αγωγη μέμψης αστόργου δωρέας και η προθεσμία άσκησής της είναι δύο χρόνια από το θάνατο του διαθέτη.
Συνεπώς, για να λάβει κάποιος τη νόμιμη μοίρα που του αναλογεί κατά το ελλείπον ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη, πρέπει να λάβει την αξία της υπολειπομένης νομίμου μοίρας του τόσο από την πραγματική κληρονομική ομάδα, όσο και με ανατροπή των τυχόν υπαρχουσών δωρεών κατά το μέτρο που η αξία των δωρηθέντων καλύπτει το ελλείπον ποσοστό της νομίμου μοίρας του.
Με βάση τα ανωτέρω, οι προϋποθέσεις της μέμψεως είναι: α) η ύπαρξη αναγκαίων κληρονόμων, β) η προσβολή της νόμιμης μοίρας, γ) η αδυναμία καλύψεως της νόμιμης μοίρας με την πραγματική κληρονομία και δ) η ύπαρξη άστοργης δωρεάς με την οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα ως τοιαύτης νοουμένης και της δωρεάς εν ζωή προς τρίτους που έγινε κατά την προ του θανάτου του κληρονομουμένου δωρητή δεκαετία και δεν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Εν όψει αυτών: 1. Η μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η αγωγή του μεριδούχου, του οποίου η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με δωρεά, 2. χωρεί μόνον κατά το μέρος που η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας. 3. Σε μέμψη υπόκεινται μόνον δωρεές, που κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ συνυπολογίζονται στον καθορισμό της κληρονομίας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. 4. Αν οι δωρεές είναι περισσότερες η μέμψη αρχίζει από την χρονικά τελευταία δωρεά και προχωρεί στις χρονικά αμέσως προηγούμενες δωρεές, εωσότου φθάσουμε σε δωρεά, που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα, κατά της οποίας και δεν χωρεί μέμψη.
Για να διαπιστωθεί η προσβολή της νόμιμης μοίρας, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδος, είναι απαραίτητο να καθοριστεί, όχι το ποσοστό της, αλλά η αξία της.
Συνεπώς για τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας προς ανατροπή δωρεάς κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, πρέπει να γνωρίζουμε την αξία όλης της καταλειφθείσης κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, καθώς και την αξία των υπό του θανόντος εις τους μεριδούχους οποτεδήποτε παραχωρηθέντων άνευ ανταλλάγματος, καθώς και των σε οποιουσδήποτε (τρίτους ή μεριδούχους) δωρηθέντων υπ’ αυτού εντός της τελευταίας προ του θανάτου δεκαετίας, αξία την οποία κάθε παροχή είχε κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της και η οποία προστίθεται λογιστικώς στην υπάρχουσα κληρονομιά, ώστε να προκύψει το ποσοστό της νομίμου μοίρας του καθενός και η τυχόν ανάγκη της ανατροπής της δωρεάς κατά το μέρος που λείπει, διότι άλλως δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επαρκεί ή όχι για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας του μεριδούχου και κατά συνέπεια εάν πρέπει να ανατραπεί και κατά ποιο μέτρο η δωρεά της οποίας ζητείται η ανατροπή, αλλά και διότι δεν γίνεται δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της νομίμου μοίρας της οποίας και ζητείται η ικανοποίηση με την ανατροπή της άστοργου δωρεάς.
Προκειμένου δε να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσόν της προς ανατροπή δωρεάς και όχι όλης της κληρονομικής ομάδος.