Τι συμβαίνει όταν επιτρέπουμε στο παιδί μας που δεν έχει πάρει ακόμα το δίπλωμα οδήγησης, να οδηγεί το αυτοκίνητό μας, αν προκαλέσει από δική του υπαιτιότητα ατύχημα; Μας καλύπτει η ασφαλιστική και αποζημιώνει τους τρίτους ή όχι; Υποχρεούται να αποζημιώσει ο ίδιος ο υπαίτιος;
Κατ’αρχήν πρέπει να γνωρίζουμε ότι εφόσον το αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο, η ασφαλιστική μας εταιρεία, θα αποζημιώσει για λογαριασμό μας οποιονδήποτε τρίτο, έχει δικαίωμα αποζημίωσης. Το ποσό όμως που θα δώσει στον τρίτο, έχει δικαίωμα να το ζητήσει τόσο από τον υπαίτιο οδηγό που δεν είχε δίπλωμα όσο και από τον ιδιοκτήτη του οχήματος που του επέτρεψε να οδηγήσει. Σχετικά με το τελευταίο, ο ιδιοκτήτης μπορεί να αντιτάξει ότι δεν γνώριζε ότι ο οδηγός δεν είχε δίπλωμα ή ότι είχε πάρει το αυτοκίνητο και να περιορίσει την ευθύνη του μέχρι την αξία του αυτοκινήτου. Ακόμα και να στραφεί ο ίδιος κατά του οδηγού μπορεί και αυτό γίνεται σε περίπτωση που δεν υπάρχει συγγένεια, όπως στην περίπτωση που θα εξετάσουμε κατωτέρω.
Σε τροχαίο ατύχημα, αποκλειστικά υπαίτιος ήταν οδηγός ΙΧΕ που δεν είχε δίπλωμα. Ο τραυματίας παθών άσκησε αγωγή κατ’αυτού, του ιδιοκτήτη που ήταν εταιρεία και της ασφαλιστικής. Η ασφαλιστική άσκησε ταυτόχρονη αγωγή κατά του οδηγού και της ιδιοκτήτριας εταιρείας και η εταιρεία άσκησε επίσης αγωγή κατά του οδηγού.
Η κύρια αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή και αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό τον 74 157,35 ευρώ, διότι οδηγούσε το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη άδεια ικανότητας οδήγησης, με τη συγκατάθεση και εν γνώσει του πατέρα, του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης εταιρίας και, όσον αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, που άσκησε η ασφαλιστική εταιρία, αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των 74.157,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένης της καταβολής του ως άνω ποσού και μέχρι την εξόφληση, ενώ η παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η ανώνυμη εταιρία ιδιοκτήτρια του ΙΧΕ, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά της απόφασης αυτής όλοι οι διάδικοι άσκησαν έφεση.
Κατά την διάταξη του άρθ. 4 Ν. ΓΠΝ/1911 «διά πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά την λειτουργία του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεις ο οδηγός και ο κατά το άρθρον 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος, ή, ο κάτοχος ενέχεται μόνον μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου το οποίον παραχωρών εις το ζημιωθέν πρόσωπον δύναται, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, να απαλλαγεί πάσης άλλης αποζημιώσεως…». Από την άνω διάταξη, συνάγεται ότι, επειδή η ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος θεμελιώνεται, ανεξάρτητα από το αν αυτός, κατά το χρόνο του ατυχήματος, είναι οδηγός ή κάτοχος, (αντικειμενική ευθύνη), νόμος για να μετριάσει την αυστηρότητα της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν είναι κάτοχος ή οδηγός, περιορίζει ποσοτικά την ευθύνη του μέχρι την αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον άμεσως πριν το ατύχημα χρόνο. Ο περιορισμός αυτός της ευθύνης γίνεται με τη μορφή της ένστασης, που έχει ως βάση ότι ο εκάστοτε ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δεν είναι συγχρόνως και κάτοχος ή οδηγός αυτού.
Επίσης αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες προξενούμενες από οδηγό που δεν έχει την από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος το οποίο οδηγεί προβλεπομένη άδεια οδηγήσεως. Η συνομολόγηση του εν λόγω όρου, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση, που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο. Παθητικά υποκείμενα του ως άνω δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος. Το δικαίωμα του αυτό, ο ασφαλιστής μπορεί να το ασκήσει και με παρεμπίπτουσα αγωγή (αν δηλαδή συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος) και μάλιστα πριν από την καταβολή στον ζημιωθέντα τρίτο. Δικαιούται δε να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου και τόκους και δη νομιμοτόκως από της καταβολής.
Παράλληλα όμως, ο ασφαλισμένος, εναγόμενος από τον ασφαλιστή, δύναται να του αντιτάξει την ένσταση του ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του ιδιοκτήτη μέχρι την αξία του ζημιογόνου αυτοκινήτου εφόσον κατά το ατύχημα δεν ήταν κάτοχος ή οδηγός. Τέλος, ως κάτοχος του αυτοκίνητου, θεωρείται εκείνος που εκμεταλλεύεται το αυτοκίνητο (ως κύριος ή επικαρπωτής), ή ο δικαιούμενος σε εκμετάλλευση του αυτοκινήτου, δυνάμει συμβάσεως με τον κύριο λ χ μισθώσεως, χρησιδανείου κλπ. Εισάγεται δηλαδή για τον καθορισμό της έννοιας του κατόχου το στοιχείο της εκμετάλλευσης υπό την έννοια της συγκομιδής από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, οικονομικού οφέλους, είτε από τη μορφή κέρδους, είτε υπό μορφή εξυπηρετήσεως διαφόρων αναγκών του κατόχου. Έτσι, δεν αποβάλλει την ιδιότητα του κατόχου, εκείνος ο οποίος παραχωρεί ή επιτρέπει την οδήγηση του αυτοκινήτου σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την ύπαρξη ιδιαίτερης σύμβασης σχετικά με τη μεταβίβαση της κατοχής, αφού το πιο πάνω διακριτικό της κατοχής, στοιχείο της εκμετάλλευσης του αυτοκινήτου εξακολουθεί να υφίσταται στον κύριο.
Κατά κανόνα, η κατοχή του αυτοκινήτου προϋποθέτει ορισμένη χρονική διάρκεια. Έτσι, ο κύριος του αυτοκινήτου που παραχωρεί τη χρήση σε τρίτον χάριν φιλικής εξυπηρέτησης για μικρό χρόνο ή για ένα ταξίδι, δεν χάνει την κατοχή, αν όμως η παραχώρηση είναι για μεγάλο διάστημα ή για αόριστο χρόνο, έναντι αναλήψεως από τον τρίτο των εξόδων συντήρησης και λειτουργίας του αυτοκινήτου, τότε κάτοχος καθίσταται ο τελευταίος. Εξάλλου, κάτοχος κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, μπορεί να καταστεί κανείς, όχι μόνο με νόμιμο τρόπο (με σύμβαση), αλλά και με τρόπο παράνομο, όπως είναι η αυτογνώμων κατάληψη. Για να υπάρξει “αυτογνώμων κατάληψη” απαιτείται γνώση από την πλευρά του δράστη, αλλά χωρίς τη γνώση και θέληση του κυρίου ή του προσώπου που δικαιούται να το χρησιμοποιεί. Συνήθως η έννοια αυτή συγκροτείται με τη νομοτυπική μορφή κάποιας αξιόποινης πράξης (κλοπή, κλοπή χρήσεως, υπεξαίρεση κ.λ.π.), αλλά είναι δυνατόν να μην εμφανίζει και ποινική απαξία. Στην περίπτωση δε αυτή, η αυτογνώμων κατάληψη δημιουργεί νέο πρόσωπο κατόχου, με σύγχρονη κατάλυση του παλαιού κατόχου.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 7-8-2003, ο ενάγων-τραυματίας, οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του, κινούνταν επί χωμάτινης αγροτικής οδού. Η ως άνω αγροτική οδός είναι διπλής κατεύθυνσης και στο σημείο όπου κινούνταν ο ενάγων, υπάρχουν ήπιες συνεχείς στροφές. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο ανήλικος τότε, πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της εταιρίας, που ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία, χωρίς να κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης, κινούνταν επί της ανωτέρω χωμάτινης οδού, έχοντας αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία έβαινε ο ενάγων. Όταν τα δύο οχήματα πλησίαζαν να διασταυρωθούν, ο πρώτος εναγόμενος, λόγω της υπερβολικής για τις περιστάσεις ταχύτητας που είχε αναπτύξει, στην έξοδο στροφής που είχε στην πορεία του, αλλά και της έλλειψης εμπειρίας ως προς την οδήγηση, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, το οποίο εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα της οδού και, παρά τον αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά που επιχείρησε ο ενάγων, αυτό προσέκρουσε με το εμπρόσθιο και αριστερό τμήμα του, στην αριστερή πλευρά της δίκυκλης μοτοσικλέτας που, όπως προεκτέθηκε, κινούνταν κανονικά στο ρεύμα πορείας της. Ακολούθως, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, η μοτοσικλέτα, εκτράπηκε προς τα δεξιά ως προς την πορεία της και ανατράπηκε εκτός του οδοστρώματος, ενώ και ο ενάγων έπεσε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο σοβαρός τραυματισμός του, όπως αναλυτικά εκτίθεται παρακάτω. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο πρώτος εναγόμενος εγκατέλειψε τον ενάγοντα, πλην όμως συνελήφθη αργότερα, τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας.
Περαιτέρω, το ζημιογόνο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης των εναγομένων, που ο οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, ήταν ασφαλισμένο στην τρίτη εναγομένη, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης που είχε συνάψει με αυτή, η ως άνω ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου οχήματος. Σύμφωνα με το ασφαλιστήριο, ο ασφαλισμένος τελεί εν γνώσει και αποδέχεται τους ενιαίους όρους ασφάλισης αυτοκινήτου. Εφόσον λοιπόν ο δεύτερος των παρεμπίπτοντος εναγομένων, οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο χωρίς να κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης, γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, αποκλείονται από την ασφάλιση οι ζημιές που προκλήθηκαν στην προκειμένη περίπτωση από τη λειτουργία αυτού.
Όσον αφορά την ιδιοκτήτρια του οχήματος, εταιρία αποδείχθηκε ότι το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της ήταν στη διάθεση των εργαζομένων της, αλλά και του νομίμου εκπροσώπου της, πατέρα του δεύτερου εναγόμενου και στάθμευε σε αποθηκευτικό της χώρο. Κατά τον επίδικο χρόνο ο ανήλικος τότε Δ. Π., εκμεταλλευόμενος το γεγονός της απουσίας των γονέων του, καθώς ο Γ. Π., συνοδευόμενος από τη σύζυγο του και μητέρα του Δ. Π., την επομένη ημέρα εισήχθη στην ουρολογική κλινική του «Ιπποκράτειου» Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος, κατέλαβε αυτογνωμόνως το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της εταιρίας και στη συνέχεια προκάλεσε το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, χωρίς ο πατέρας του – νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρίας να γνωρίζει για την ενέργεια αυτή του τέκνου του και χωρίς να του έχει επιτρέψει την οδήγηση του αυτοκινήτου. Το ζημιογόνο όχημα ανευρέθη σε αποθηκευτικό χώρο στον οποίο βρίσκονταν και ο Δ.Π., ο οποίος μάλιστα είχε ήδη αφαιρέσει τα τμήματα αυτού που είχαν συγκρουσθεί με τη μοτοσικλέτα του ενάγοντα, και ο τελευταίος συνελήφθη εκεί, χωρίς να γίνεται μνεία ουδόλως για το εάν στον ίδιο χώρο ή σε κάποιον άλλο παρακείμενο βρίσκονταν οι γονείς του και ειδικότερα ο πατέρας του. Κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος δεν η ιδιοκτήτρια εταιρία, αλλά ο Δ. Π. που είχε καταλάβει αυτό αυτογνωμόνως, και έτσι περιορίζεται η ευθύνη της προς αποζημίωση, τόσο του ενάγοντα με την κύρια αγωγή, όσο και της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, μέχρι του ποσού των 1.200 ευρώ, που αποδείχθηκε ότι είναι η αξία του αυτοκινήτου.