ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΘΗΣ ΤΟΥ ΟΔΗΓΟΥ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ.ΠΟΤΕ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΟΧΙ

Ένας από τους συνηθέστερους λόγους απαλλαγής της ασφαλιστικής από την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος είναι αν το ατυχημα οφείλεται σε μέθη του οδηγού του ασφαλισμένου οχήματος.

Ουσιαστικά η ασφαλιστική εταιρεία του υπαιτίου υπό μέθη οδηγού αποζημιώνει κανονικά τους τρίτους παθόντες από το τροχαίο ατύχημα, όμως δικαιούται να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε ως αποζημίωση στους τρίτους από τον ασφαλισμένο της οδηγό ή ιδιόκτητη του ζημιογόνου οχήματος, με αγωγή που στρέφει εναντίον του.

Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό ισχύει για όλες τις περιπτώσεις που ο εμπλεκόμενος σε ένα τροχαίο ασφαλισμένος τελεί υπό μέθη. Θα πρέπει να αποδειχθεί στην αγωγή της ασφαλιστικής εναντίον του, με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι οι εν λόγω παραβάσεις και, ακολούθως, η πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης οφείλονται στη μέθη του οδηγού, ως αποτελούσα το αποκλειστικό ή τουλάχιστον κυρίαρχο αίτιο του ατυχήματος, και συνεπώς δεν δύναται να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η αξίωση επιστροφής των καταβληθέντων από την ασφαλιστική ποσών εδράζεται στην τεκμαιρόμενη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράβασης του επί θέματι λόγου εξαίρεσης (μέθη) και της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (τροχαίο ατύχημα) και όχι σε μια οδηγική συμπεριφορά που συγκεντρώνει τα οικεία στοιχεία και τα χαρακτηριστικά, με τα οποία σκιαγραφείται ένας αμελής τρόπος οδήγησης, τελών σε αιτιώδη συνάφεια με την οικεία θανατηφόρα σύγκρουση οχημάτων.

Σημαντικό είναι επίσης ότι μπορεί ο οδηγός του επίδικου οχήματος που τελούσε υπό μέθη και ο ιδιοκτήτης του επιδικου ασφαλισμένου οχήματος να είναι διαφορετικά πρόσωπα. Τα ως άνω πρόσωπα δεν έχουν ευθύνη εξ αναγωγής από μόνο το γεγονός ότι φέρουν την ως άνω ιδιότητα.

Συγκεκριμένα η ασφαλιστική όταν στρέφεται με αγωγή κατά του ιδιοκτήτη του οχήματος και του οδηγού που τελούσε υπο την επήρεια μέθης δεν χρειάζεται να επικαλεστεί ή να αποδείξει την μεταξύ τους σχέση  ή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μέθης και της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος.

Αντιθέτως ο καθένας από τα δύο εναγόμενα άτομα, ιδιοκτήτης και οδηγός με ένσταση τους μπορούν να επικαλεστούν και να αποδείξουν για να καταρρίψουν το εις βάρος τους τεκμήριο υπαιτιότητας, ότι ο μεν ιδιοκτήτης δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, διότι δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο στο οποίο παραχώρησε την οδήγηση δεν είναι ικανό προς οδήγηση, επειδή τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος.

Εξάλλου, δεν αποτελεί, επίσης, στοιχείο της βάσης της εξ’ αναγωγής αγωγής του ασφαλιστή το οποίο, τεκμαίρεται, κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει, το στοιχείο της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μέθης και της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος. Κατά συνέπεια, ο ιδιοκτήτης ασφαλισμένος ή ο οδηγός, πρέπει, κατ’ ένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας (ή) και την έλλειψη υπαιτιότητας, ώστε να μην τελεσφορήσει η εναντίον του αναγωγή του ασφαλιστή. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή.

Για τη θεμελίωση της ένδικης εξ αναγωγής αγωγής η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, επικαλείται το ένδικο ατυχία, ήταν αποτέλεσμα της μέθης του πρώτου εναγομένου οδηγού, της αμελούς εκ μέρους του οδήγησης του προαναφερόμενου οχήματος, παραθέτοντας περισσότερες παραβάσεις των κανόνων κυκλοφορίας που είχαν ως συνέπεια την πρόκληση της οικείας θανατηφόρας σύγκρουσης οχημάτων, επισημαινόμενου  ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν μπορούσε να οδηγήσει με ασφάλεια αφού ήταν αδύνατο να ελέγξει το όχημά του λόγω της ποσότητας οινοπνεύματος στο αίμα του  χωρίς, εντούτοις, να εμπεριέχεται οποιαδήποτε ειδικότερη επεξήγηση της εν λόγω διατύπωσης, με αναφορά σε συγκεκριμένη παραβίαση κανόνα κυκλοφορίας από τον εν λόγω τελούντα υπό την επίδραση οινοπνεύματος οδηγό, επισημαινόμενου ότι, σε κάθε περίπτωση, μια συνήθης τυπική παράβαση των θεμελιούμενων στον ΚΟΚ υποχρεώσεων από τον τελευταίο δεν σημαίνει αναγκαίως ότι το ατύχημα οφείλεται στην επίδραση της μέθης.

Συνεπεία του ότι ουδόλως προσδιορίζεται με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι οι εν λόγω παραβάσεις και, ακολούθως, η πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης οφείλονται στη μέθη του πρώτου εναγόμενου, ως αποτελούσα το αποκλειστικό ή τουλάχιστον κυρίαρχο αίτιο του ατυχήματος, δεν δύναται να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η ένδικη εξ αναγωγής αξίωση εδράζεται στην αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μέθης και της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (τροχαίο ατύχημα) και όχι σε μια οδηγική συμπεριφορά που συγκεντρώνει τα οικεία στοιχεία και τα χαρακτηριστικά, με τα οποία σκιαγραφείται ένας αμελής τρόπος οδήγησης, τελών σε αιτιώδη συνάφεια με την οικεία θανατηφόρα σύγκρουση οχημάτων.

Επιχειρείται δε αναδρομικός υπολογισμός της συγκέντρωσης οινοπνεύματος στον οργανισμό του πρώτου εναγόμενου κατά το χρόνο του ατυχήματος, χωρίς, εντούτοις, να οριζεται ο χρόνος που ο πρώτος εναγόμενος έπαυσε να πίνει ή το χρόνο έναρξης του μεταβολισμού της αιθανόλης από τον οργανισμό του τελευταίου, ούτε (οποιαδήποτε) συγκεκριμένη μεταβολισθείσα ποσότητα οινοπνεύματος από το σώμα του εν λόγω οδηγού μεταξύ του χρόνου του ατυχήματος και της προς εξέτασή του αιμοληψίας. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω,  το δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Δηλαδή το ποσό που η ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε ως αποζημίωση στους συγγενείς της θανούσας επιβαίνουσας στο ζημιογόνο όχημα που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος δεν μπόρεσε να το διεκδικήσει πίσω από τον οδηγό ασφαλισμένο της που τελούσε υπό μέθη διότι δεν μπόρεσε να αποδείξει επαρκώς την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μέθης και της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος.

 

Αφήστε μια απάντηση