Σύμφωνα με το αρθ. 505 ΑΚ «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στο σύζυγό ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή». Ως αχαριστία κατά την ως άνω διάταξη η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι αχαριστία μπορεί κατά τις περιστάσεις να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω κι αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο.
Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι: α)ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, β) τα ελατήρια της δωρεάς και γ) η αξία του αντικειμένου της όπως και δ) ο τρόπος ενέργειας ε) ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και στ) το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενούς συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος εκτιμά την συμπεριφορά αυτή με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνων υπόψιν αφενός τον βαθμό της υπαιτιότητος του δωρεοδόχου και αφετέρου τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η από τον δωρεοδόχο συμπεριφορά εμπίπτει κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας.
Επιπροσθέτως κατά το αρθ. 509 παρ.1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς τον δωρεοδόχο, συνεπώς και με αγωγή, τα δε αποτελέσματα της ανάκλησης επέρχονται ευθύς ως περιέλθει η δήλωση σε αυτόν περί ανακλήσεως και εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και δύναται να δικαιολογήσει την ανάκληση.
Για την ευδοκίμηση αγωγής ανακλήσεως της δωρεάς πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αφ’ετέρου, να αποδείξει ο ενάγων (δωρητής) την αλήθεια του αναφερόμενου στην δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά στην επιδειχθείσα από τον δωρεοδόχο αχαριστία να αποδείξει το προς το πρόσωπο του βαρύ παράπτωμα από το οποίο προήλθε αυτή.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσια απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης με δωρεά. Έτσι αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας μετά την νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βούλησης, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής.
Τέλος κατά το αρθ 510 ΑΚ. «η ανάκληση αποκλείεται, αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στον δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Δεν επιτρέπεται ανάκληση ύστερα από το θάνατο του δωρεοδόχου». Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φτάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, η οποία μπορεί να λήγει και με την άσκηση της αγωγής ανάκλησης, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπ’όψιν ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος.
Ενέργειες όπως α) αθέτηση συμφωνίας υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις β) συνεχής καταφρονητική συμπεριφορά προς τον δωρητή αποτελούν η κάθε μία χωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους παράβαση των κανόνων δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας και συνιστούν βαριά παραπτώματα με τα οποία οι δωρεοδόχοι φαίνονται αχάριστοι απέναντι στον δωρητή.
Παράδειγμα που πληρούσε το πραγματικό των άνω διατάξεων και δικαιολογούσε την άσκηση και αποδοχή σχετικής αγωγής συνιστά η συμπεριφορά θυγατέρων απέναντι στον πατέρα δωρητή και συγκεκριμένα:
Οι εναγόμενες θυγατέρες δωρεοδόχοι αθέτησαν την υποχρέωση τους και ανακάλεσαν τα πληρεξούσια βάσει των οποίων παρείχαν στον ενάγοντα πατέρα τους δωρητή το δικαίωμα να διαχειρίζεται το δωρηθέν από αυτόν προς τις τελευταίες περιουσιακό στοιχείο ήτοι την επικαρπία οικοδομής κατά τα αναλογούντα σε αυτές ποσοστά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα χρέη που είχε επωμιστεί για την ανέγερσή της και τις οικογενειακές ανάγκες μεταξύ των οποίων και τις δαπάνες για τις σπουδές τους σε ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά και της γεννηθείσης στο μεταξύ τρίτης κόρης του, ως και τις πρόσθετες δαπάνες που είχε επωμιστεί για την υπέργηρη μητέρα του.
Οι εναγόμενες απέδειξαν αδικαιολόγητα προσβλητική και σκληρή συμπεριφορά προς τον πατέρα τους τον οποίον εξύβρισαν βάναυσα με ανοίκειους για την ηλικία, την συγγενική σχέση και την γενναιοδωρία του χαρακτηρισμούς με τις φράσεις «μαμάκια» και «γύφτο» ενώπιον μάλιστα και τρίτων απευθυνόμενες σε αυτόν του δήλωσαν ότι τις εξευτελίζει με το να κάνει παρέα με ανθρώπους της γειτονιάς. Του επέβαλαν παρά την οικονομική αδυναμία του να μετοικήσουν από την περιοχή που έμεναν μέχρι τότε, επειδή θεωρούσαν ότι δεν είναι του επιπέδου τους καθώς διαμένουν χαμηλής οικονομικής στάθμης και κοινωνικού επιπέδου άνθρωποι και να εγκατασταθούν σε οικία 180 τ.μ σε άλλη περιοχή. Στην συνέχεια δε εξεδίωξαν αρχικά την γιαγιά τους και δωρήτρια προς αυτές της ψιλής κυριότητας της δωρηθείσης προς αυτές οικοδομής που διέμενε μαζί τους, αργότερα δε και τον δωρητή πατέρα τους από την μέχρι τότε χρησιμοποιούμενη για την διαμονή τους μισθωμένη από τον πατέρα τους οικία, υποχρεώνοντας αυτούς, δωρητή και μητέρα του, να μετοικήσουν σε υπόγειο διαμέρισμα της επίδικης οικοδομής με πρόσθετες για τον πατέρα τους δαπάνες λόγω του ότι η υπεργηρη μητέρα του είχε ανάγκη οικιακής βοηθού. Στην βάναυση δε αυτή συμπεριφορά των εναγομένων που συνιστούσε βαρύ παράπτωμα δεν συνέτρεξε καμία υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του ενάγοντος δωρητή πατέρα τους. Η βάναυση και εξυβριστική συμπεριφορά των εναγομένων συνεχίστηκε προς τον ενάγοντα μονολότι αυτός έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση και ήταν ευάλωτος σε στενοχώριες και ενώ μετά από 10μηνο προσβλήθηκε από καρκίνο, όπου χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις, εξακολουθούσαν να εμμένουν και να του ζητούν χρήματα, ενώ δεν είχε και παρά το γεγονός ότι ήταν ηλικίας 26 και 28 ετών και εργάζονταν στο εξωτερικό, επιδεικνύοντας την ίδια βάναυση προς αυτόν συμπεριφορά, είτε τηλεφωνικώς είτε δια ζώσης, οσάκις βρίσκονταν στην Ελλάδα. Παρά δε την κατάσταση αυτή του πατέρα τους ανακάλεσαν τα ως άνω πληρεξούσια, με τα οποία του παρείχαν την διαχείριση της δωρηθείσης προς αυτές περιουσίας, καθ’ην στιγμή εξακολουθούσε να έχει χρέη και πρόσθετες υποχρεώσεις και δαπάνες για την υγεία του, υπό το πρόσχημα ότι ήθελαν να καλύψουν τα έξοδα της μικρότερης αδελφής τους ηλικίας τότε 13 ετών, αν και τα κάλυπτε ο ίδιος και σε κάθε περίπτωση η ανήλικη μπορούσε να επιδιώξει αυτά δια νόμιμου εκπροσώπου της.
Εξαιτίας της καταφρονητικής συμπεριφοράς των εναγομένων προς τον πατέρα τους, αλλά και την μητέρα του, οι οποίες αποτελούν κάθε μία χωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους παράβαση των κανόνων δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας και συνιστούν βαριά παραπτώματα με τα οποία φάνηκαν αχάριστες απέναντι του, ο ενάγων δωρητής με εξώδικη δήλωση του ανακάλεσε την προς αυτές δωρεά των ποσοστών επικαρπίας (25% εξ αδιαιρέτου για την κάθε μία) επί της επίδικης οικοδομής.
Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η ανάκληση της δωρεάς που έγινε από τον δωρητή ενάγοντα με την άνω εξώδικη δήλωση είναι νόμιμη αφού αποδείχθηκαν αληθείς οι λόγοι αναφορικά με την διαγωγή που επέδειξαν οι εναγόμενες απέναντι σε αυτόν και διέταξε την απόδοση των επίδικων ποσοστών επικαρπίας, διότι μετά την εν λόγω ανάκληση η δωρεά κατέστη ανίσχυρη και τα κατέχουν χωρίς νόμιμη αιτία.