Στην Ελλάδα σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κι άλλων χωρών, η αλλαγή του επωνύμου σε γενικές γραμμές απαγορεύεται. Επιτρέπεται μόνο σε ορισμένες πολύ ειδικές περιπτώσεις π.χ. όταν είναι κακόηχο ή όταν έχει αρνητική σημασία και για άλλους πολύ ειδικούς λόγους.
Η αίτηση για αλλαγή επωνύμου γίνεται στον Δήμο που είναι εγγεγραμμένος ο ενδιαφερόμενος και πρέπει να είναι ορισμένη και εμπεριστατωμένη. Ο Δήμαρχος με αιτιολογημένη απόφαση του πρέπει να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση.
Ο ενδιαφερόμενος τότε έχει δικαίωμα να προβάλει και να καταθέσει προσφυγή, ένσταση δηλαδή, ζητώντας να ελεγχθεί η απόρριψη του Δήμου από την ανώτερη διοικητική αρχή που είναι η Γραμματεία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Αν και εκεί απορριφθεί η προσφυγή τότε μπορεί να προσφύγει στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Επί της απορριπτικής απόφασης της τελευταίας τότε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στραφεί στο Δικαστήριο δηλαδή στο Συμβούλιο της Επικρατίας που είναι το αρμόδιο και το ανώτατο όλων.
Στην πράξη όμως η αίτηση αυτή τις περισσότερες φορές έχει την εξής κατάληξη:
Ο αιτών υποβάλλει την αίτηση σωστά και νόμιμα ενώπιον του Δήμου με όλα τα προβλεπόμενα. Ο Δήμος συνήθως μέσω του ληξιάρχου απορρίπτει με μια πανομοιότυπη για όλες τις περιπτώσεις γενική αιτιολογία την αίτηση για αλλαγή επωνύμου. Ο αιτών όπως είπαμε έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Η αποκεντρωμένη Διοίκηση όπως κι όλες οι υπηρεσίες του Δημοσίου, αν δεν απαντήσουν σε μια ορισμένη χρονική προθεσμία, θεωρείται ότι απαντούν σιωπηρώς αρνητικά. Η δε πάγια τακτική τους είναι να μην απαντούν. Έτσι συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση.
Η προσφεύγουσα στο Συμβούλιο της Επικρατίας, αρχικά κατάθεσε αίτηση στο Δήμο Χαλανδρίου ζητώντας την αλλαγή του επωνύμου της από “Παπαθ.” σε “Πάπ.”, (επώνυμο που χρησιμοποιεί στον Καναδά). Σύμφωνα με όσα επικαλέσθηκε στην ανωτέρω αίτηση, η εν λόγω έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στον Καναδά από Έλληνα πατέρα και Καναδή μητέρα, το δε επώνυμό της σε όλα τα επίσημα έγγραφα του καναδικού κράτους είναι «Πάπ.», όπως και το επώνυμο των μελών της οικογένειάς της που κατοικούν στον Καναδά. Ανέφερε περαιτέρω ότι δραστηριοποιήθηκε στη χώρα αυτή επαγγελματικά και κοινωνικά, μάλιστα εκεί συνήψε τον πρώτο της γάμο και απέκτησε το πρώτο της τέκνο, και διατηρεί ακόμη ενεργούς δεσμούς με τον Καναδά, στα δε σχετικά (καναδικά) έγγραφα, μεταξύ των οποίων καναδικό διαβατήριο της ίδιας, πιστοποιητικό γέννησης του πρώτου της τέκνου και έγγραφα κοινωνικής ασφάλισης των επόμενων δύο τέκνων της (τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα) αναγράφεται ως «Πάπ.».
Με την αίτησή της εξέθεσε ότι «Το επίθετο “Παπαθ. ….μου αποδόθηκε εκ σφάλματος κατά την καταχώριση μου στο ειδικό ληξιαρχείο Αθηνών…» και ότι ενώ η ίδια αναγράφεται ως «Παπαθ» στην οικογενειακή μερίδα που τηρείται στο δημοτολόγιο του καθού Δήμου και στην οποία έχει καταχωριστεί ο δεύτερος γάμος που τέλεσε στην Ελλάδα το 2003 και τα τρία τέκνα που έχει αποκτήσει από τους γάμους της, ο αδελφός της, στο δημοτολόγιο του ιδίου Δήμου, αναγράφεται ως «Πάπ.» στη δική του οικογενειακή μερίδα. Με τα δεδομένα αυτά ζήτησε τη μεταβολή του επωνύμου «Παπαθ», το οποίο χρησιμοποιεί στην Ελλάδα, ως αναγραφόμενο σε όλα τα δημόσια έγγραφα, σε «Πάπ.», επικαλούμενη την επιθυμία της να φέρει το ίδιο επώνυμο με τους συγγενείς της και να αισθάνεται μέλος της οικογένειας «Πάπ.».
Περαιτέρω προέβαλε ως επιπρόσθετους σοβαρούς λόγους τα εξής: λόγω των διαφορετικών επωνύμων που έχει στις δύο χώρες στις οποίες αναπτύσσονται τα βιοτικά, επαγγελματικά και οικονομικά της συμφέροντα, δεν μπορεί να καταχωρηθεί στα καναδικά αρχεία η λύση του γάμου της, η οποία έλαβε χώρα στην Ελλάδα, ενώ δημιουργούνται προβλήματα στις τραπεζικές και οικονομικές συναλλαγές, διότι λόγω των διαφορετικών επωνύμων απαιτείται η έκδοση ταυτοπροσωπίας. Ο Δήμαρχος Χαλανδρίου απέρριψε το προαναφερόμενο αίτημα με απόφαση του, με την αιτιολογία ότι «οι λόγοι που επικαλείται δεν στοιχειοθετούν νόμιμο δικαίωμα, δεν συντρέχουν συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν τη μεταβολή του επωνύμου….δεν είναι επιτρεπτή, βάσει της διοικητικής διαδικασίας η επιδίωξη ανατροπής εφαρμοσθεισών ρυθμίσεων του Αστικού Κώδικα…».
Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Με έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής η ανωτέρω ενημερώθηκε ότι δεν ελήφθη απόφαση επί της προσφυγής της εντός της προθεσμίας που ορίζεται, άσκησε δε ακολούθως προσφυγή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 Ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η οποία επίσης δεν απεφάνθη εντός της οριζόμενης προθεσμίας. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ΣτΕ ασκήθηκε εμπροθέσμως.
Το Δικαστήριο που εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένο να εκδίδει έγγραφη απόφαση και επομένως να μελετά στοιχεία και έγγραφα και να αιτιολογεί την κρίση του διαπίστωσε τα εξης εύλογα:
Ότι η αιτούσα δικαιολογημένα προβάλλει ως μη νόμιμη την άρνηση της Διοικησης δια της δύο φορές σιωπηλής απόρριψης της για την αλλαγή του επωνύμου της, δεδομένου ότι η ύπαρξη δύο διαφορετικών επωνύμων σε δύο διαφορετικά κράτη την επιβαρύνει ψυχολογικά και οικονομικά, καθώς παρεμποδίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της και περιορίζει την οικογενειακή, κοινωνική, προσωπική και οικονομική της ζωή. Περαιτέρω με τις προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζονται οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, καθώς και της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δημάρχου Χαλανδρίου εκδόθηκε χωρίς να αξιολογηθούν οι νομικοί ισχυρισμοί και τα έγγραφα που προσκόμισε και, συνεπώς, στερείται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας.
Το Δικαστηριο δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόρριψη του ένδικου αιτήματος δεν είναι νομικώς και ειδικώς αιτιολογημένη, ιδίως ενόψει της διαφορετικής μεταχείρισης που επεφύλαξε ο Δήμος Χαλανδρίου στον αδελφό της αιτούσας, τον οποίο ενέγραψε στο Δημοτολόγιο με το επώνυμο «Πάπ.», γεγονός το οποίο η αιτούσα επικαλέσθηκε και έθεσε με την αίτησή της μαζί με τα σχετικά στοιχεία υπόψιν του καθού Δήμου.
Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση έγινε δεκτή και να ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, η υπόθεση δε επέστρεψε στον Δήμαρχο Χαλανδρίου, προκειμένου να προβεί σε νέα νόμιμη κρίση του αιτήματος για αλλαγή επωνύμου της αιτούσας από «Παπαθ.» σε «Πάπ.», μετά από εκτίμηση των λόγων που επικαλείται η αιτούσα και των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της περίπτωσής της.
Επέβαλε δε συμμέτρως στο Δήμο Χαλανδρίου και στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αιτούσας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η νομική οδός που ακολουθήθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ορθή αλλά απαιτείται πολύς χρόνος μέχρι να επέλθει το ζητούμενο αποτέλεσμα δηλαδή η αλλαγή του επωνυμου.
Αυτή η νομική οδός είναι υποχρεωτική και η μόνη λύση για τους ανθρώπους που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα. Για τους ανθρώπους που ζουν ή έχου ζήσει στο εξωτερικό και η αλλαγη του επωνυμου τους έχει σχέση με την ζωή τους στο εξωτερικό, υπάρχει άλλη διαδικασία ταχύτερη, απλούστερη και οικονομικότερη.
Ο ενδιαφερόμενος με αίτηση στο αρμόδιο Πρωτοδικειο και με την διαδικασία της εκουσίας διαδικασίας, μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση της ισχύς του αλλοδαπού δικαίου με την οποία άλλαξε το επώνυμο του εξωτερικό και να ζητήσει την εφαρμογή της και στην Ελλάδα. Η αίτηση αυτή συζητείται σχετικά σύντομα και η απόφαση εκδίδεται επίσης σε σχετικά γρήγορο χρονικό διαστημα. Μετά την έκδοση της ο αιτών μπορεί να προχωρήσει στην αλλαγη του επωνύμου του σε ληξιαρχείο και δημοτολόγιο παρακάμπτοντας όλη την προαναφερόμενη διαδικασία με την αίτηση στο Δήμο.