Οι χιλιάδες δανειολήπτες που έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, ιδίως την περίοδο 2006-2008, έχουν πλέον περιέλθει, εξαιτίας της κατάρρευσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, σε μία εξαιρετικά δεινή οικονομικά θέση. Όχι μόνο δεν είχαν τελικά στα χρόνια που ακολούθησαν τις χαμηλές τοκοχρεολυτικές δόσεις που τους είχαν υποσχεθεί κατά τη χορήγηση των δανείων αυτών, αλλά και -παρά την μακρόχρονη εξυπηρέτηση των δανείων αυτών- το ανεξόφλητο κεφάλαιό τους παραμένει κοντά στα επίπεδα της αρχικής του εκταμίευσης, αν όχι ψηλότερα. Καθόλου δε συμφέρουσα δεν είναι και η δυνατότητα για μετατροπή του δανείου σε ευρώ, καθώς αυτή θα συνεπαγόταν και τη μετατροπή της λογιστικής μέχρι σήμερα ζημίας του δανειολήπτη σε πραγματική.
Γιατί συμβαίνει αυτό: Στα δάνεια σε συνάλλαγμα το κόστος δανεισμού είναι αόριστο για τον δανειολήπτη. Όχι όμως εξαιτίας της διακύμανσης του επιτοκίου, το οποίο οριοθετείται. Αντίθετα, το πρόβλημα είναι ότι διακυμαίνεται το θεμέλιο της παροχής, δηλ. το ίδιο το κεφάλαιο που καλείται να επιστρέψει ο δανειολήπτης. Το τελευταίο, όμως, δεν είναι πλέον το κεφάλαιο που έλαβε και επένδυσε ο δανειολήπτης στην αγορά της κατοικίας του, εκείνο που καλείται εντόκως να επιστρέψει. Είναι ένα άγνωστο κεφάλαιο, το ύψος του οποίου διαμορφώνεται από απροσπέλαστους για τον ίδιο παράγοντες, οι οποίοι συχνά ανατρέπουν οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, καθιστώντας εξοντωτικό το πραγματικό κόστος του δανείου.
Για τους λόγους αυτούς η – αδιάκριτη μάλιστα – χορήγηση δανείων σε συνάλλαγμα προς καταναλωτές είναι μία προβληματική εμπορική πρακτική. Αντιστρατεύεται την αρχή του υπεύθυνου δανεισμού που στηρίζεται στην προβλεψιμότητα των μελλοντικών υποχρεώσεων και στην επίγνωση των δυνατοτήτων ανταπόκρισης. Ο καταναλωτής μετατρέπεται, δίχως να έχει επίγνωση, σε επενδυτή.
Η επιλογή ενός δανείου σε ξένο νόμισμα είναι μία επιλογή ανάληψης του συναλλαγματικού κινδύνου, την ευθύνη της οποίας δεν μπορεί να γνωρίζει και να διαχειριστεί ο μέσος δανειολήπτης. Η εκτίμηση του κινδύνου προϋποθέτει γνώσεις τόσο για τον μηχανισμό λειτουργίας των εν λόγω δανείων όσο και για την εξέλιξη συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο λήπτης στεγαστικού δανείου, ωστόσο, δεν έχει, την εμπειρία και τις γνώσεις για να αντιληφθεί τους κινδύνους που ανακύπτουν και να λάβει την συνετή απόφαση σύναψης ή όχι ενός τέτοιου δανείου συνυπολογίζοντας όλες τις κρίσιμες παραμέτρους.
Οι καταναλωτές, τις περισσότερες φορές αγνοούν τον σύνθετο χαρακτήρα των δανείων σε συνάλλαγμα και αποφασίζουν μόνο με βάση τις διαθέσιμες από την τράπεζα σε αυτούς πληροφορίες. Όταν οι τελευταίες περιορίζονται ή εστιάζουν στη σύγκριση του επιτοκίου του δανείου σε ευρώ με εκείνο του δανείου σε ελβετικό φράγκο, μοιραία οι καταναλωτές εμπιστεύονται την πρόταση της τράπεζας και παραβλέπουν τους μελλοντικούς κινδύνους.
Οι τράπεζες από την άλλη μεριά έχουν την υποχρέωση, με βάση τις επιταγές της καλής πίστης και της διαφάνειας, να μην επιδιώκουν μονομερώς την πρόταξη των δικών τους συμφερόντων. Οφείλουν να διαφυλάττουν την αναλογία παροχής και αντιπαροχής. Οφείλουν να ενημερώνουν, να διαφωτίζουν, ακόμη και να συμβουλεύουν τον πελάτη, όταν είναι πιθανό αυτός να μην αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που έχει η συναλλαγή.
Η τράπεζα έχει, γι’ αυτό, υποχρέωση, πριν χορηγήσει στον πελάτη ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, όχι μόνο να τον ενημερώσει για τους κινδύνους που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στην πιθανή, άλλωστε, περίπτωση που επιδεινωθεί σε βάρος του πελάτη η συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και να διερευνήσει τη δυνατότητά του να αντιληφθεί αλλά και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους αυτούς. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει, με πράξεις της, την ιδιαίτερη πληροφόρηση που πρέπει να έχει εν προκειμένω κάθε δανειολήπτης. Μόνο εφόσον ο πελάτης έχει λάβει πλήρη, σαφή και ορθή ενημέρωση θα μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος υπεύθυνα για την επιλογή ενός δανείου σε συνάλλαγμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγάλο πλήθος των καταναλωτών που οδηγήθηκε στη λήψη των δανείων αυτών δεν έλαβε την παραπάνω διαφώτιση και, ασφαλώς, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τους εν λόγω κινδύνους σε όλη τους μάλιστα τη βαρύτητα. Η απουσία πληροφόρησης για τους κινδύνους οδηγεί σε αδιαφάνεια των όρων που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσει την εγκυρότητα του περιεχομένου της σύμβασης. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι αν τα πιστωτικά ιδρύματα είχαν ανταποκριθεί στις παραπάνω υποχρεώσεις τους, οι καταναλωτές αυτοί δεν θα είχαν συνάψει σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αντιθέτως, θα είχαν επιλέξει ένα δάνειο σε ευρώ. Μάλιστα, εξαιτίας της καθοδικής πορείας που είχαν από τα τέλη του 2008 τα επιτόκια αναφοράς (ΕΚΤ, Euribor), θα είχαν, στην περίπτωση αυτή, έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια, και ιδίως σήμερα, το χαμηλό επιτόκιο στο οποίο απέβλεπαν.
Η έξοδος από την κινούμενη άμμο των δανείων του ελβετικού φράγκου είναι δυνατή. Η κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει οι δανειολήπτες είναι αποτέλεσμα παραβίασης επιταγών διαφάνειας και θεμελιωδών υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση των εν λόγω δανείων. Οι καταναλωτές δικαιούνται, στην περίπτωση αυτή, την αναδρομική αποκατάσταση της αποπληρωμής και εξόφλησης του δανείου τους με βάση το κεφάλαιο που πραγματικά έλαβαν.
Είναι γεγονός ότι εξαιτίας της πρακτικής των τραπεζών 70.000 περίπου ανυποψίαστοι Έλληνες δανειολήπτες (και μαζί με αυτούς οι οικογένειές τους) μετατράπηκαν σε έρμαια των συναλλαγματικών ισοτιμιών και βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μακροχρόνιες οφειλές, μεταβλητού και απρόβλεπτου ύψους. Η επέλευση του συναλλαγματικού κινδύνου –δηλαδή η σοβαρή υποτίμηση που υπέστη το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου (η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκταμίευσης των συγκεκριμένων δανείων σε 1,60, από το 2012 μέχρι τις αρχές του 2015 είχε σταθεροποιηθεί στο 1,20, ενώ σήμερα η σχετική ισοτιμία ανέρχεται στο 1,08) σημαίνει ότι οι 70.000 μη επαρκώς ενημερωμένοι δανειολήπτες καλούνται να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείων πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά δανείστηκαν (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ποσοστό αυτό το επιτόκιο δανεισμού).
Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η συγκεκριμένη πρακτική των τραπεζών, η οποία είναι άμεσα υπεύθυνη για τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων καταναλωτών (και η οποία συνεπάγεται αντίστοιχα μεγάλα κέρδη για τις ίδιες δεδομένου ότι αυτές είχαν φροντίσει να ασφαλίσουν το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο), συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 281, 288). Εξάλλου οι τράπεζες δεν είναι απλές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος που μπορούν ανεξέλεγκτα να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Η αυξημένη δυνατότητά τους να επεμβαίνουν στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών τους συνεπάγεται την άσκηση εκ μέρους τους δημόσιας λειτουργίας.
Έτσι, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε «υπεύθυνο δανεισμό» και να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα των υποψήφιων δανειοληπτών να ανταπεξέλθουν στις συμβατικές υποχρεώσεις που πρόκειται να αναλάβουν. Παράλειψη των τραπεζών να ανταποκριθούν σε αυτή τους την υποχρέωση δημιουργεί ένα είδος «συν-ευθύνης» τους για την τυχόν μετέπειτα αδυναμία των πελατών τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει.
Επίσης υποχρεώνονται τα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν «ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες», να παρέχουν στους πελάτες τους «κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης υπηρεσίας και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης».
Συγχρόνως οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του ν. περί προστασίας των καταναλωτών. Ο νόμος αυτός, αναγνωρίζει τη διαπραγματευτική ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στις συμβάσεις προσχώρησης δηλαδή στις συμβάσεις όπου ο ισχυρός συμβαλλόμενος, δηλαδή η τράπεζα, έχει ένα έτοιμο κείμενο στο οποίο ο πελάτης – καταναλωτής προσχωρεί χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να διαπραγματευτεί τους όρους του και θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την ισχύ των προ-διατυπωμένων όρων των συμβάσεων, των λεγόμενων γενικών όρων των συναλλαγών.
Ως εκ τούτου, γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Μεταξύ αυτών, καταχρηστικοί είναι και οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.
Σε εφαρμογή των ανωτέρω, οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά του δανείου τους στην αρχική ισοτιμία (κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου), και την ακύρωση των καταχρηστικών όρων της δανειακής σύμβασής τους. Τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή είναι άκρως ενθαρρυντικά.
Η αρχή έγινε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Βασιζόμενο λοιπόν στην ως άνω απόφαση του ΔΕΕ, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης σε πρόσφατη απόφασή του (23/2014) έκρινε καταχρηστικό και άκυρο τον όρο της σύμβασης δανείου σε ελβετικά φράγκα, με τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής. Το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του δανειολήπτη ότι κατά την σύναψη του άνω δανείου σε ελβετικά φράγκα δεν ενημερώθηκε από τους υπαλλήλους της τράπεζας για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, που αναλάμβανε κατά τη λήψη του επίμαχου δανείου, αλλά ούτε και για τις επιπτώσεις, που θα μπορούσε να έχει μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος στο ύψος τόσο των εξοφλητικών δόσεων, όσο και του κεφαλαίου του ανωτέρω δανείου, και έκρινε άκυρο τον προαναφερόμενο όρο, δεχόμενο αφ’ενός ότι ο δανειολήπτης τον αγνοούσε ανυπαιτίως, αφετέρου διότι ο όρος αυτός τυγχάνει, ως αόριστος και ακατάληπτος, καταχρηστικός, επιφέρει δε σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των δύο συμβαλλομένων στην παραπάνω σύμβαση μερών σε βάρος του δανειολήπτη.
Η ακύρωση του καταχρηστικού αυτού όρου της δανειακής σύμβασης είχε ως συνέπεια την ευνοϊκή για τον οφειλέτη τροποποίηση της δανειακής του σύμβασης ούτως ώστε οι καταβολές, που πραγματοποιεί σε ευρώ προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τη σύμβαση υποχρεώσεών του, να πρέπει να υπολογίζονται από την τράπεζα σε ελβετικά φράγκα, με βάση την μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου και όχι την συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε δόσης.
Η συγκεκριμένη απόφαση συνιστά μια πάρα πολύ θετική εξέλιξη και δίνει ελπίδα στους 70.000 εγκλωβισμένους έλληνες δανειολήπτες. Το νομικό μας σύστημα διαθέτει όλα τα απαραίτητα «όπλα» για τη δικαίωση των καταναλωτών/δανειοληπτών. Γι’ αυτό θα πρέπει οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να ξεπεράσουν τον ψυχολογικό φόβο της δικαστικής αναμέτρησης με τους τραπεζικούς κολοσσούς και να προσφύγουν στα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια διεκδικώντας τα νόμιμα δικαιώματά τους.