Σύμφωνα με τις βασικές διατάξεις του κληρονομικού δικαίου, ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομιά που του αναλογεί μέσα σε προθεσμία 4 μηνών αν είναι κάτοικος Ελλάδος ή ενός χρόνου αν είναι κάτοικος εξωτερικού που αρχίζει από τότε που έμαθε ότι είναι κληρονόμος. Αν περάσει άπρακτη αυτή η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει σιωπηρά αποδεκτή. Αν ο κληρονόμος αποδεχθεί έστω και σιωπηρά μια κληρονομιά που έχει χρέη, τότε ευθύνεται για τα χρέη αυτά έναντι των δανειστών και με την δική του περιουσία.
Γίνεται δεκτό όμως ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η σιωπηρή αποδοχή δεν συμφωνεί με την πραγματική του βούληση, από σημαντική πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης, σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την διαφοροποίηση μεταξύ της πραγματικής βούλησης και της σιωπηρής αποδοχής, η οποία, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της σιωπηρής αποδοχής λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία αποποίησης δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας προς αποποίηση ή της νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς στρέφεται, και κατά εκείνου που θα ήταν κληρονόμος αν είχε γίνει η αποποίηση, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς δηλαδή των προσώπων έναντι των οποίων η κληρονομιά έχει χρέη.
Μια κληρονομιά μπορεί να μην έχει ενεργητικό, δηλαδή να μην υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία, αλλά μόνο παθητικό, δηλαδή χρέη, οφειλές κ.τ.λ. Πλάνη μπορεί επομένως να υπάρχει στους κληρονόμους, όταν ο θανών δεν είχε κάποιο ακίνητο ή χρήματα να αφήσει, επομένως, οι κληρονόμοι ευλόγως πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να προχωρήσουν σε αποδοχή κληρονομιάς. Αν όμως αυτή η κληρονομιά είχε χρέη, τότε οι κληρονόμοι σιωπηρά και εν αγνοία τους αποδέχθηκαν τα χρέη.
Αυτό συνέβη και με γιαγιά που απεβίωσε το 2010 αφήνοντας ως μοναδικούς κληρονόμους τα 4 εγγόνια της από τα δύο τέκνα της που είχαν προαποβιώσει εκείνης. Η γιαγιά δεν είχε κάποιο ακίνητο στο όνομα της για να κληρονομήσουν τα εγγόνια της, κάποια από τα οποία μάλιστα ήταν κάτοικοι εξωτερικού. Έτσι κανένα από αυτά δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια μετά τον θάνατό της, ούτε γνώριζαν αν χρειάζεται να προβούν σε αποποίηση και ότι υπήρχε νόμιμη προθεσμία πρoς αποποίηση αλλά και την σημασία της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής. Το 2018 η τράπεζα στράφηκε κατά των εγγονών ζητώντας ένα μεγάλο ποσό, από οφειλή που βάρυνε την γιαγιά, η οποία ήταν εγγυήτρια σε δάνειο που είχε λάβει η εταιρεία ενός από τα δύο τέκνα της.
Τα εγγόνια άσκησαν αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου, ζητώντας να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς και να αναγνωριστεί το δικαίωμα τους να προχωρήσουν σε αποποίηση της κληρονομιάς της γιαγιάς τους. Αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί και έκανε δεκτό το δικαστήριο είναι ότι κανένα από τα εγγόνια δεν είχε νομικές γνώσεις και ως εκ τούτου αγνοούσαν την ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας προς αποποίηση της επαχθείσας σε αυτά κληρονομιάς της αποβιώσασας γιαγιάς τους, καθώς επίσης και το ότι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται ότι η κληρονομιά της είχε γίνει αποδεκτή από αυτά. Πέραν τούτου τα εγγόνια πίστευαν ότι η αποβιώσασα γιαγιά τους δεν είχε περιουσιακά στοιχεία κι επομένως δεν υφίστατο ζήτημα κληρονομιάς, δεδομένου ότι η τελευταία δεν είχε ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, ασχολείτο μόνο με τα οικιακά και δεν είχε ποτέ κάποια επαγγελματική ενασχόληση. Κατά αυτό τον τρόπο παρήλθε άπρακτη για τα εγγόνια η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς της γιαγιάς τους και αυτή (κληρονομιά) έγινε σιωπηρά αποδεκτή από αυτά. Η άγνοια αυτή συνεχίσθηκε μέχρι όταν τους κοινοποιήθηκαν από την τράπεζα εξώδικο με τα χρέη οπότε πληροφορήθηκαν ότι η γιαγιά τους ευθυνόταν ως εγγυήτρια σε ομολογιακό δάνειο που είχε λάβει η πρωτοφειλέτρια εταιρία συνολικού ύψους 2.898.763,86 ευρώ και ότι σε βάρος της γιαγιάς είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής με την οποία επιτάσσονταν οι πρωτοφειλέτρια και η εγγυήτρια να της καταβάλουν, το ανωτερω ποσό. Τότε αναζήτησαν δικηγόρο και τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν από το νομικό τους παραστάτη τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις σχετικά με την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης και την λόγω της παραμέλησης αυτής επιβάρυνση των ιδίων με τα χρέη της κληρονομούμενης γιαγιάς τους, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτής και εν συνεχεία άσκησαν την υπό κρίση αγωγή. Από τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η συναγόμενη από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση (σιωπηρή) πλασματική εκ μέρους των εναγουσών αποδοχή της ένδικης κληρονομιάς δεν ενείχε βούληση αποδοχής αυτής, αφού αυτές αγνοούσαν ανυπαίτια ότι είχαν νομική υποχρέωση αποποιήσεως, η πλάνη τους δε αυτή ήταν ουσιώδης, διότι αναφερόταν σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή, λόγω των εννόμων συνεπειών που συνεπαγόταν αυτή, δηλαδή να βαρύνονται με τα χρέη της κληρονομιάς, ώστε, εάν γνώριζαν την αληθινή κατάσταση, όπως προσδιορίζεται από το νόμο, θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομιά. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι οι ενάγουσες πίστευαν πεπλανημένα ότι δεν υφίσταται καν κληρονομιά ελλείψει περιουσιακών στοιχείων της αποβιώσασας γιαγιάς τους, το ότι η πλάνη τους δε αυτή δεν αναφερόταν στο ενεργητικό ή παθητικό της κληρονομιάς αποδεικνύεται από το ότι σε ουδεμία πράξη ή παράλειψη που να περιέχει το στοιχείο της ανάμειξης στην κληρονομιά προέβησαν κατά το διαμεσολαβούν χρονικό διάστημα από της επαγωγής μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, όπως προαναφέρθηκε.
Με βάση το ιστορικό αυτό το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και ακύρωσε την πλασματική (σιωπηρή) αποδοχή της κληρονομιάς, επιτρέποντας στις ενάγουσες να προβούν σε αποποίηση.